- δοτήρ
- δοτήρ και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM)ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγόςο θεός)αρχ.α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» — οικονόμοι που μοίραζαν ψωμίβ) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» — βέλη που έφερναν θάνατογ) «πυρὸς βροτοῑς δοτῆρα» — για τον Προμηθέα.
Dictionary of Greek. 2013.